πανέξυπνος

πανέξυπνος
-η, -ο
πολύ έξυπνος, εξυπνότατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + έξυπνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανέξυπνος — η, ο πολύ έξυπνος, τετραπέρατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • διαβολάνθρωπος — ο 1. άνθρωπος πανέξυπνος και υπερβολικά ενεργητικός 2. άνθρωπος σατανικός, μοχθηρός …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

  • κωλοφωτιά — η 1. πυγολαμπίδα 2. μτφ. πανέξυπνος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • μπόμπιρας — ο 1. είδος χρυσοκανθάρου 2. το έντομο σφήκα 3. μτφ. παιδί ή νεαρός μικρού αναστήματος, μικροκαμωμένος, αλλά αεικίνητος και πανέξυπνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bombero] …   Dictionary of Greek

  • παμπόνηρος — η, ο (ΑΜ παμπόνηρος, ον) πάρα πολύ πονηρός, πάρα πολύ κακός («Παύσων ὁ παμπόνηρος», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. τετραπέρατος, διαβολεμένος, πανέξυπνος 2. φρ. «παμπόνηρη αλεπού» ύπουλος άνθρωπος νεοελλ. μσν. αυτός που υποκρίνεται τον αγαθό ενώ στην… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

  • πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… …   Dictionary of Greek

  • τετραπέρατος — η, ο / τετραπέρατος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. ευφυέστατος, πανέξυπνος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα τα τέσσερα πέρατα τού κόσμου μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”